Το ταξίδι που λέγαμε...

Είναι άνοιξη! Απόβραδο.
Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να
κουβαλήσει τόση ομορφιά.
Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι.
Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν
οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν. Δεν υπάρχει
αρκετό νερό να ποτιστούν.
Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το
τοπίο, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δεν θα είχαν άλλες φωλιές για
να κρυφτούν.
Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το 'κανα.
Λυπήθηκα τ' αδέσποτα, που διψούσαν.
Τώρα... Τώρα, πώς να φυτρώσουν οι βολβοί; Πως να ποτιστούν τα
όνειρα...
Παρ' όλα αυτά, δεν λέω πως δεν βρίσκω κάποιες λύσεις. Πάντα υπάρχει
ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου. Με φτάνει για να
φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό.
-Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο πλάσμα επί της γης, που να υπηρετεί και να
λατρεύει τόσο το εφήμερο όσο εσύ! μου είπε κάποτε ένας εραστής μου.
- Αμέ Υπάρχει. Οι πεταλούδες! του απάντησα.