Η άλλη

Θα ήταν ωραία αν μπορούσαμε να δούμε εκ των προτέρων τη ζωή που πάμε να επιλέξουμε κι εκείνη που απαρνιόμαστε, σαν να ήταν δύο ταινίες στις αίθουσες του ίδιου κινηματογράφου. Αλλά δεν είναι δυνατόν. Δύο χρόνια πριν ήμουν φιλόλογος στο κλασικό Λύκειο της πόλης μου, στο ίδιο όπου είχα φοιτήσει κι εγώ. Αρχικά αυτό με είχε ενθουσιάσει. Είχα σκεφτεί ότι ήταν μια ευκαιρία να διορθώσω τα λάθη των καθηγητών μου. Δεν θα έκανα ποτέ τους μαθητές μου να βαρεθούν, ούτε θα τους βασάνιζα. Θα τους διασκέδαζα, θα τους προκαλούσα το ενδιαφέρον. Ήμουν εκεί για να διδάξω ό,τι είχα μάθει. Και μόνο αυτό με έκανε ευτυχισμένη. Έπειτα, σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, γνώρισα τον Μικέλε.
Εκείνος δίδασκε ιστορία και φιλοσοφία. Ήταν ντροπαλός. Μια φορά τον είδα, στο διάλειμμα, ενώ κατέβαινε τις σκάλες κοιτάζοντας τριγύρω σαν

κάποιος που πάει να κάνει κάτι απαγορευμένο. Τον ακολούθησα. Πήγε στο γυμναστήριο. Το γυμναστήριο ήταν άδειο. Έβγαλε το σακάκι του, πήρε την μπάλα του μπάσκετ και άρχισε να ρίχνει ελεύθερες βολές. Και τις έβαζε μέσα όλες. Μόνος του, συγκεντρωμένος, με τη γραβάτα να κρέμεται μπροστά του. Λες και είχε μια δεύτερη, μυστική ζωή, ένα ταλέντο κρυφό που έπρεπε να διαφυλάξει. Έκλεισα την πόρτα τού γυμναστηρίου και τον ερωτεύτηκα. Έτσι.
Δύο χρόνια μετά όλα ήταν τέλεια. Οι μαθητές μου με λάτρευαν, ο διευθυντής με εκτιμούσε και στο τέλος τής σχολικής χρονιάς θα παντρευόμουν τον Μικέλε. Θέλαμε δύο παιδιά, ήδη είχαμε αποφασίσει το όνομα του αγοριού: Λουντοβίκο, του άρεσε πολύ εκείνου. Ήμασταν στον Μάιο.
Τα μαθήματα τελείωναν, ο γάμος είχε προβλεφθεί για το τέλος Ιουνίου, μετά ένας μακρύς μήνας του μέλιτος πριν επιστρέψουμε στο σπίτι, πριν επιστρέψουμε στο σχολείο. Η αίθουσα ήταν άδεια, στον πίνακα είχε μείνει μια φράση του Μαντσόνι, «με τη γρήγορη ελπίδα τρέχει μακριά το γεγονός», και είδα τη ζωή που με περίμενε, με τα ίδια μαθήματα, χρόνο με το χρόνο, κάθε χρόνο. Είχα ήδη αρχίσει να διασκεδάζω όλο και λιγότερο τους μαθητές μου κι εγώ να μη διασκεδάζω μ’ εκείνους. Το ομολογώ: άρχιζα να καταλαβαίνω τους καθηγητές μου. Κι έπειτα ο Μικέλε: δεν πήγαινε πια να ρίχνει ελεύθερες βολές στα κρυφά. Και, αν το έκανε, είμαι σίγουρη ότι δεν θα τις έβαζε πια μέσα μ’ εκείνη την ευκολία. Εκείνο που μου απέμενε ήταν ένας καθηγητής ιστορίας, ο πατέρας τού Λουντοβίκο και ενός κοριτσιού χωρίς όνομα που θα γράφαμε κάποια μέρα σ’ εκείνο το Λύκειο όπου εγώ θα ήμουν μια ηλικιωμένη καθηγήτρια, ίσως η υποδιευθύντρια. Αυτό; Με μια πλοκή τόσο προβλέψιμη και, τελικά, τόσο προκαθορισμένη; Σηκώθηκα από την έδρα, βγήκα από το σχολείο, αλλά δεν επέστρεψα στο σπίτι. Αποφάσισα να εξαφανιστώ απ’ όλα. Έτσι.
Πήρα ένα τρένο μέχρι το Παρίσι, όπου έμενε μια φίλη μου. Δέκα χρόνια πριν δεν υπήρχαν sms ή e-mail. Έγραψα ένα γράμμα στον Μικέλε και ένα στον διευθυντή, χωρίς να βάλω κάποια διεύθυνσή μου. Τα άφησα όλα πίσω μου χωρίς να πάρω μαζί μου ούτε καν μια βαλίτσα. Και είδα τη ζωή που δεν περίμενα. Κάποιες φορές ήταν εντυπωσιακή, άλλες απογοητευτική, ποτέ προβλέψιμη. Άλλαξα πολλές πόλεις και τρεις χώρες. Πολλοί άντρες, κανένας γάμος, ούτε παιδιά. Έπειτα, τρία χρόνια πριν, άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα. Εκδόθηκε και στην Ιταλία. Ήταν επιτυχία. Ο εκδοτικός οίκος μού ζήτησε να το παρουσιάσω σχεδόν παντού. Πάντοτε αρνιόμουν. Ώσπου έφτασε αυτή η πρόσκληση, χειρόγραφη, από το παλιό μου Λύκειο, απ’ τον τότε ίδιο διευθυντή. Δέκα χρόνια μετά, επέστρεψα.
Ήταν όλοι οι μαθητές και οι καθηγητές συγκεντρωμένοι στο γυμναστήριο, να με ακούσουν, σαν να ήμουν ένα είδος σταρ, εκείνη που τα είχε καταφέρει. Μίλησα για μία ώρα, μετά απάντησα στις ερωτήσεις των παιδιών. Ήταν όλα τους γεμάτα περιέργεια και χαριτωμένα, ήταν διασκεδαστικό να συζητάς μαζί τους, ένιωσα έναν πόνο νοσταλγίας.
Έπειτα, όταν τελείωσα με τις υπογραφές των αντιτύπων, ήρθε να με χαιρετήσει μια φιλόλογος. Μου είπε: «Όπως αντιλαμβάνεστε, εγώ είμαι αυτή που πήρε τη θέση σας όταν φύγατε». Χαμογέλασε και χαμήλωσε το βλέμμα. Ήταν λίγο νεώτερη από μένα. Πιο κοντή. Πιο χαριτωμένη, θα έλεγα. Είχε μια φράντζα ξανθιά. Και μια κοιλιά περίπου τεσσάρων μηνών. «Κι εσείς θα χρειαστείτε σύντομα κάποια αναπληρώτρια», είπα. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα, χαμογέλασε και πάλι, αυτή τη φορά το χαμόγελο της βγήκε πιο πλατύ. Είπε ότι θα ήταν το δεύτερο, μάλλον: η δεύτερη. Αυτό θα ήταν κορίτσι και είχε ήδη ένα αγόρι. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένα αγοράκι επτά-οχτώ ετών, πολύ σοβαρό, αρκετά ψηλό, σχεδόν στο ύψος τής μητέρας του. Εκείνη έβαλε το χέρι της γύρω από τους ώμους του. Είπε ότι ήθελε να έρθει κι εκείνος γιατί διάβαζε πολύ, αλλά δεν είχε δει ποτέ κάποιον που γράφει βιβλία. Όσο τον κοίταζα, τόσο καταλάβαινα σε ποιον έμοιαζε.
«Ο Λουντοβίκο μου» είπε η μητέρα του.
Ήθελα να τη ρωτήσω πώς σκεφτόταν να πει το κορίτσι, αν της είχαν βρει κάποιο όνομα, αυτή τη φορά, μα δεν μού ’βγαιναν οι λέξεις. Έβλεπα το γυμναστήριο που ήταν γεμάτο χαρούμενα παιδιά, τον διευθυντή που με χαιρετούσε από μακριά, κρατώντας τα μάτια του επάνω μου σαν στοργικός πατέρας, αυτή την ήρεμη καθηγήτρια, αυτόν τον Λουντοβίκο, αυτή την κοιλιά μ’ ένα μυστηριώδες κορίτσι μέσα της. Ο Μικέλε δεν είχε έρθει. Φαντάζομαι ότι δεν θα της είχε μιλήσει ποτέ για μένα και ότι κανείς δεν θα είχε κάνει ποτέ κάποιο κουτσομπολιό. Ή μπορεί και ναι, αλλά εκείνη προσποιούταν πως όχι. Είχε καμία σημασία; Όλα φαίνονταν τόσο τέλεια. Δέκα χρόνια μετά, η ζωή που δεν είχα θελήσει ήταν εκεί, μπροστά στα μάτια μου. Ποτέ δεν ήταν θλίψη, πριν μπορέσω να τη δω.
Έπειτα ο Λουντοβίκο έφυγε για να πάει να μας πάρει κάτι να πιούμε, με το στιλ ενός μικρού γαλαντόμου, κι έμεινα πάλι μόνη με τη μητέρα του. Τότε είδα κάτι, στον τρόπο που με κοιτούσε, εκείνο το ύφος που έχει κανείς όταν βλέπει μια ταινία που μιλάει για τόπους μακρινούς, για πρόσωπα περιπετειώδη, για τη ζωή που έχουμε μονάχα ονειρευτεί. Κατάλαβα ότι ήθελε κάτι να μου πει, αλλά ούτε εκείνης της έβγαιναν οι λέξεις. Είχαμε μείνει σιωπηλές κοιτάζοντας η μία την άλλη και βλέποντας η καθεμιά τη δική της ταινία. Μετά έφτασε ο Λουντοβίκο με τρία χάρτινα ποτήρια με πορτοκαλάδα και κάναμε μια πρόποση για το μέλλον.