Σκισμένο ψαθάκι

Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου . Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι ,
εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι ,μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει .
- Τι ΄ναι τούτα δω τα σκιάχτρα ? μου λέει . Δεν είναι για σένα η λούφα , κορίτσι μου . Πάλι πλαστογραφίες κάνεις ?Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό . Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί . Δεν πειράζει , λέω . Πάμε γι΄ άλλα . Όπως και να 'χει το πράμα , η Ρόζυ γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα . Όρτζα τα πανιά λοιπόν . Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου . Ένα μικρό φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι του κι έναν ξεφούσκωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη . Ένα ψαροκάικο , δίχως ρότα .
- Πού πάμε καπετάνιο ? με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι .
- Όπου πάν΄ τα κύματα ! λέω επίσημα εγώ .
Και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι , σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα . Κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς παρατάει το τιμόνι του και χορεύει . Και η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους , αληταράδες . Και η ψυχή μου γεμίζει νύχτες πολύχρωμες . Γεμίζει σμαραγδιά φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά . Πού να χωρέσουν μέσα μου ολ' αυτά , πού να στριμωχτούν , π΄ ανάθεμά τα;